- αμερεμέτιστος
- -η, -οαυτός που δε μερεμετίστηκε, δεν επιδιορθώθηκε πρόχειρα: Τα πεζούλια της ταράτσας τα άφησε αμερεμέτιστα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμερεμέτιστος — η, ο [μερεμετίζω] 1. αυτός που δεν μερεμετίστηκε, δεν επιδιορθώθηκε πρόχειρα ή εν μέρει αυτός που δεν επιδέχεται μερεμέτισμα 3. αυτός που δεν τού τράβηξαν ένα (γερό) μερεμέτι, δεν τόν έδειραν (και για γυναίκα που δεν «εκακοποίησαν») … Dictionary of Greek